Σαν σήμερα πριν από 76 χρόνια η Ελλάδα είπε το «ΌΧΙ» στις αξιώσεις της φασιστικής Ιταλίας και ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, που έμεινε στην ιστορία ως έπος του ’40 .
Ήταν ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, γύρω στις 3 τη νύχτα, όταν ο ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στο σπίτι του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, στην Κηφισιά, το τελεσίγραφο του Μουσολίνι για να ακούσει το περίφημο «ΌΧΙ».
Με αυτό, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον ιταλό πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», δηλαδή «λοιπόν, έχουμε πόλεμο».
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Πως φτάσαμε όμως στο σημείο ο δικτάτορας Μεταξάς να πει το περίφημο «ΌΧΙ» και ποιο το παρασκήνιο της εποχής;
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική ήταν η ανακοίνωση του Μεταξά προς τους συντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπου εξήγησε όλες τις διαβουλεύσεις που είχε πριν, τη βολιδοσκόπηση που είχε κάνει στον Άξονα και το πώς ουσιαστικά το «ΌΧΙ» ήταν μονόδρομος για εκείνον.
Μεταξύ άλλων τους είπε:« Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου».
Σε άλλο σημείο είπε: «Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου».
«Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς .
Δηλαδή θα έπρεπε:
«δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των».
Η επίθεση αυτή λοιπόν δεν ήταν και τόσο αιφνίδια καθώς το τελεσίγραφο αναμενόταν από ημέρα σε ημέρα ενώ από καιρό το πράγμα φαινόταν που πήγαινε.
Η απόφαση για την επίθεση κατά της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1940 από το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο, παρουσία του Μουσολίνι. Ο ιταλός δικτάτορας είχε εξοργιστεί που έμαθε εκ των υστέρων την κατάληψη των πετρελαιοπηγών της Πραχόβας της Ρουμανίας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου, περιοχή που η θεωρούσε ότι άνηκε στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας, και ήθελε να προβεί σε μια κίνηση ισχύος.
Μέσα σε λίγες ώρες από την απάντηση του Μεταξά και προτού εκπνεύσει η προθεσμία ξεκίνησε η ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που στην ουσία εκείνη την εποχή ήταν ελληνοϊταλικά αφού η Αλβανία ήταν ήδη υπό τον έλεγχο της Ιταλίας.
Ο αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα έδωσε την εντολή για προσβολή των ελληνικών θέσεων από τις 5 το πρωί. Την ώρα αυτή σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική απώλεια. Ο 27χρονος πεζικάριος Βασίλειος Τσιαβαλιάρης από τα Τρίκαλα, που υπηρετούσε σε φυλάκιο της ελληνοαλβανικής μεθορίου, σκοτώθηκε από θραύσμα ιταλικού όλμου. Ο ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα είχε στη διάθεσή του 135.000 άνδρες και ο έλληνας ομόλογός του Αλέξανδρος Παπάγος μόλις 35.000.
Εκείνο το πρωί ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και ξεκίνησε η ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατά των ιταλικών δυνάμεων και η προέλαση στα αλβανικά εδάφη.
Ήταν ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, γύρω στις 3 τη νύχτα, όταν ο ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στο σπίτι του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, στην Κηφισιά, το τελεσίγραφο του Μουσολίνι για να ακούσει το περίφημο «ΌΧΙ».
Με αυτό, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον ιταλό πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», δηλαδή «λοιπόν, έχουμε πόλεμο».
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Πως φτάσαμε όμως στο σημείο ο δικτάτορας Μεταξάς να πει το περίφημο «ΌΧΙ» και ποιο το παρασκήνιο της εποχής;
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική ήταν η ανακοίνωση του Μεταξά προς τους συντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπου εξήγησε όλες τις διαβουλεύσεις που είχε πριν, τη βολιδοσκόπηση που είχε κάνει στον Άξονα και το πώς ουσιαστικά το «ΌΧΙ» ήταν μονόδρομος για εκείνον.
Μεταξύ άλλων τους είπε:« Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου».
Σε άλλο σημείο είπε: «Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου».
«Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς .
Δηλαδή θα έπρεπε:
«δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των».
Η επίθεση αυτή λοιπόν δεν ήταν και τόσο αιφνίδια καθώς το τελεσίγραφο αναμενόταν από ημέρα σε ημέρα ενώ από καιρό το πράγμα φαινόταν που πήγαινε.
Η απόφαση για την επίθεση κατά της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1940 από το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο, παρουσία του Μουσολίνι. Ο ιταλός δικτάτορας είχε εξοργιστεί που έμαθε εκ των υστέρων την κατάληψη των πετρελαιοπηγών της Πραχόβας της Ρουμανίας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου, περιοχή που η θεωρούσε ότι άνηκε στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας, και ήθελε να προβεί σε μια κίνηση ισχύος.
Μέσα σε λίγες ώρες από την απάντηση του Μεταξά και προτού εκπνεύσει η προθεσμία ξεκίνησε η ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που στην ουσία εκείνη την εποχή ήταν ελληνοϊταλικά αφού η Αλβανία ήταν ήδη υπό τον έλεγχο της Ιταλίας.
Ο αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα έδωσε την εντολή για προσβολή των ελληνικών θέσεων από τις 5 το πρωί. Την ώρα αυτή σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική απώλεια. Ο 27χρονος πεζικάριος Βασίλειος Τσιαβαλιάρης από τα Τρίκαλα, που υπηρετούσε σε φυλάκιο της ελληνοαλβανικής μεθορίου, σκοτώθηκε από θραύσμα ιταλικού όλμου. Ο ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα είχε στη διάθεσή του 135.000 άνδρες και ο έλληνας ομόλογός του Αλέξανδρος Παπάγος μόλις 35.000.
Εκείνο το πρωί ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και ξεκίνησε η ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατά των ιταλικών δυνάμεων και η προέλαση στα αλβανικά εδάφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου