Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Το χρέος και η επόμενη μέρα,του οικονομολόγου Θωμά Κιούση

Το χρέος και η επόμενη μέρα
Του
Θωμά Κιούση*
Μετά την απόφαση για το χρέος και την ψήφιση των προαπαιτούμενων, κινούμαστε ήδη σε ρυθμούς εκτός μνημονίων. Η συμφωνία έχει στόχο να διαμορφώσει το επαρκές πλαίσιο και η Ελλάδα να μπορεί να βγει στις αγορές, να δανείζεται με ένα ικανοποιητικό επιτόκιο χωρίς να στηρίζεται πλέον στους εταίρους – δανειστές και να ανακτήσει την αυτονομία της. Μετά από αυτό, οδεύουμε προς την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο.
Η ελάφρυνση του χρέους που έγινε ήταν θετική και ευπρόσδεκτη. Το ερώτημα είναι αν είναι και αρκετή για να λυθεί το πρόβλημα, να ανακουφίσουν οι πολίτες και να μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στην κανονικότητα όπως οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Την απάντηση δεν τη δίνουν οι πολιτικές δηλώσεις και συμπεριφορές, όσο ενθουσιώδεις ή απαισιόδοξες και αν είναι. Ούτε θα έχουν πρακτικό αποτέλεσμα στο ζητούμενο της επιστροφής στην κανονικότητα ενδυματολογικές ακροβασίες με στόχο την επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος.
Την πραγματική απάντηση τη δίνουν οι αγορές. Αυτές που μας έδειξαν την πόρτα της εξόδου το 2010, μας έστειλαν στην αγκαλιά της τρόικα και τους ζητάμε να μας την ξανανοίξουν για να επιστρέψουμε σε λίγες εβδομάδες.
Με τη μέχρι τώρα αντίδρασή τους επιβεβαιώνεται η δυσπιστία, ότι παραμένουν οι δυσκολίες και ότι μένει πολύ δουλεία ακόμα να γίνει.
Τα επιτόκια δανεισμού (ομόλογα) παραμένουν πολύ υψηλά τετραπλάσια και άνω σε σχέση με αυτά που μας δανείζουν οι εταίροι μας, ενώ και οι μετοχές έχουν κινηθεί πτωτικά. Στοιχεία που δείχνουν ότι οι αγορές δεν έχουν πειστεί ότι η ρύθμιση που έγινε καθιστά σε βάθος χρόνου το χρέος βιώσιμο και ότι η Ελλάδα δε θα αντιμετωπίσει ξανά προβλήματα.
Η υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060 είναι θηλιά στο λαιμό για πολλά χρόνια. Να καταφέρει δηλαδή και το χρέος να εξυπηρετήσει και να μείνει η κοινωνία όρθια. Σε συνδυασμό και με την πρόβλεψη για ανάπτυξη μόλις 1% μακροπρόθεσμα, διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο λιτότητας και στασιμότητας στο οποίο η Ελλάδα θα είναι παγιδευμένη και καλείται να βρει διέξοδο.
Στην πραγματικότητα η ρύθμιση χρέους που μας έδωσαν είναι μια συντηρητική επιλογή που «φωτογραφίζει» τη δυσπιστία απέναντι στη χώρα. Σαν να βγήκαν από την … υποχρέωση απλά αποτυπώνοντας τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιτεύχθηκε με υπέρογκη αύξηση των φόρων. Η προσέγγιση «αν χρειαστεί θα το ξαναδούμε», επιβεβαιώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Καμία διάσταση δυναμισμού, χωρίς το κάτι παραπάνω, κάτι θετικά απρόσμενο που να επενδύει στην ελπίδα και να διαμορφώνει ένα αίσθημα αισιοδοξίας για το αύριο.
Και εμείς άλλωστε βοηθάμε στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η αχρείαστη («κανονικά») πολιτική σύγκρουση που ξέσπασε για το αν θα επιλεγεί  προληπτική πιστωτική γραμμή ή το «μαξιλάρι» ρευστότητας. Με καθαρά όρους χρηματοοικονομικής ανάλυσης η προληπτική γραμμή έπρεπε να προτιμηθεί. Δεν είχε προκαταβολικό κόστος, θα έδινε ένα πιο θετικό μήνυμα στις αγορές  και είναι  στη λογική «αν δεν τα καταφέρεις μόνος σου μπορείς να καταφύγεις στα πολύ φθηνά ευρωπαϊκά κεφάλαια».
Αντίθετα το «μαξιλάρι» σημαίνει ότι η χώρα δανείζεται προκαταβολικά ένα τεράστιο ποσό με σημαντικό κόστος που επιβαρύνει τελικά τους πολίτες. Ανοιχτό αφήνει επίσης το θέμα της πρόσβασης των τραπεζών στη φθηνή χρηματοδότηση που θα έχει προφανή θετικά αποτελέσματα για την οικονομία.
Το επιχείρημα ότι με την προληπτική γραμμή θα είχαμε στενότερη εποπτεία και θα ήταν κάτι σαν νέο μνημόνιο δεν μπορεί να σταθεί από τη στιγμή που η εποπτεία θα είναι έτσι και αλλιώς πολύ αυστηρή.
Πέρα από τη ρύθμιση του χρέους, αυτό που θα έπρεπε να επιδιώξει η χώρα βγαίνοντας από τα μνημόνια, που είναι ένα θετικό γεγονός γιατί επιτέλους θα πρέπει να είμαστε ικανοί να ζήσουμε και χωρίς την προστασία της «θερμοκοιτίδας», είναι να επενδύσει με δυναμισμό στο αύριο. Να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην οικονομία, τη γραφειοκρατία, το αναποτελεσματικό κράτος, την παιδεία, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τη μείωση των φόρων και την ενίσχυση της ελκυστικότητας στον τομέα των επενδύσεων.
Φαίνεται όμως ότι οι αιτίες που μας έφεραν εδώ παραμένουν ισχυρές. Οι αγκυλώσεις … επιμένουν.
Η θετική διάθεση αλλαγών και η αισιοδοξία μπορούν να δώσουν διέξοδο απέναντι στις προκλήσεις. Η ελπίδα πάντα υπάρχει!
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου