Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Μύρα και δάκρυα της Βασιλεύουσας


«Οὐκ ἑάλω ἡ ρίζα! Οὐκ ἑάλω τὸ φῶς!»

Νικηφόρος Βρεττάκος
Kάθε χρόνο, ὅταν ξεψυχοῦν οἱ τελευταῖες μέρες τοῦ Μαΐου, μέσα στὴ μυρωμένη ἀνοιξιάτικη φύση, σὲ ὧρες ἐθνικῶν στοχασμῶν καὶ ἑλλη- νικῶν ἀνατάσεων, μὲ μάτια δακρυσμένα ἀπὸ βαθύτατο πόνο, νιώθουμε νὰ μᾶς χαϊδεύει μιὰ γλυκειὰ πνοὴ ἀπ᾿ τὴν Βασιλεύουσα. Καὶ ἡ πνοὴ αὐτὴ ἀναδεύει τὰ φύλλα τῶν ἀναμνήσεων, τὰ Παλαμικὰ τῶν «ἐθνικῶν Ἀπριλομάηδων ξόδια», γιὰ νὰ μᾶς παρουσιάσουν θρύλους καὶ δόξες, σαλπίσματα ἐλευθερίας καὶ ἀνατάσεις, θρήνους καὶ τραγωδίες, ὀδύνες καὶ ὀδυρμούς. Τὰ μάτια μας γυρίζουν διαρκῶς στὴ θρυλικὴ Πόλη. Κοιτάζουν μα- ραμένα καὶ κλαῖνε. Τὸ μαχαίρι εἶναι βαθειὰ καὶ ματωμένο στὴν καρδιά μας. Ἕνας κατακλυσμὸς αἰσθημάτων ἐκστάσεως καὶ περηφάνειας, λύπης καὶ ἐλπίδας, πλημμυρίζει ὁλόκληρη τὴν ψυχή μας.

Ἀναμφισβήτητα, ἡ Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπ᾿ τοὺς Τούρκους, στὶς 29 Μαΐου 1453, εἶναι τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας μας, πού, στὴ διαδρομὴ τοῦ χρόνου, δὲν ἔχουμε ἀποδεχθεῖ μέσα μας, ὡς μοιραῖο καὶ ἀναπότρεπτο. Κανένας Βυζαντινὸς Ἕλληνας δὲ φαντάστηκε ποτὲ ὅτι θὰ ἐρχόταν ἡ μαύρη ὥρα τῆς παρακμῆς καὶ τῆς πτώσεως. Ἀκόμη κι ὅταν, τὴν ἀπο- φράδα ἐκείνη μέρα, οἱ κάτοικοι σφάζονταν ἀπ᾿ τοὺς ἀλλόπιστους, οὔτε στιγμὴ δὲν πίστευαν ὅτι ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων ἀλλάζει ὁριστικὰ μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Αὐτή, ἀκριβῶς, τὴν πίστη βεβαιώνει καὶ  διατρανώνει ὁ λαϊκὸς θρῆνος, τὸ ἐλπιδιφόρο μήνυμα: «Πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλι δικά μας εἶναι».

Καμμιὰ πόλη τοῦ κόσμου δὲν ἀσκεῖ τὴ γοητεία τῆς Ἑπτάλοφης. Εἶναι ἕνα πανόραμα, ὄνειρο καὶ παραμύθι, ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ στὴν Ἀνατολή, στὸ τρίγωνο τῆς θάλασσας τοῦ Μαρμαρᾶ, τοῦ Κεράτιου καὶ τοῦ Βοσπόρου –δραματικὸ σταυροδρόμι τῆς γῆς– ποὺ ἐκυβέρνησε κόσμους καὶ λαούς, μὲ τραγικὴ πορεία στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τῶν χιλιετιῶν καὶ ἔψαλλε ἡ Ἱστορία. «Κάθομαι καὶ στοχάζομαι –γράφει ὁ Θεμ. Ἀθανασιάδης-Νόβας– καὶ ξαναζῶ τὰ ἐθνικὰ περασμένα. Γίνομαι Ἀργίτης πολιορκητὴς μέσα στὰ φουσάτα τοῦ Ἀγαμέμνονα, εἰρηνικὸς ἔποικος στὰ ὁμηρικὰ ἀκρογιάλια τῆς Ἰωνίας, ὁπλίτης Μακεδόνας, πίσω ἀπ᾿ τὸ Μεγαλέξανδρο, βυζαντινὸς βασσάλος τῶν Αὐτοκρατόρων. Γίνομαι σκλάβος ἀλύτρωτος καὶ σκλάβος ἐλευθερωμένος. Στρατιώτης ξαναγίνομαι καὶ πολιορκῶ τὴν Ἄγκυρα. Νικῶ, μὲ νικοῦν. Εἶμαι ἕνας ἀνώνυμος νοικοκυράκος ποὺ ἔζησα ἐδῶ πάππου πρὸς πάππου. Κι ἦρθε μιὰ μέρα ἡ θύελλα καὶ ξερρίζωσε. Τί ζωή! Τί δράμα!». Ἐδῶ, Ἑλληνισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία ταυτίστηκαν καὶ συμπορεύτη- καν στὴ δόξα καὶ στὴν πτώση. Ἡ χιλιόχρονη καὶ κραταιὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀκτινοβόλησε σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, γιὰ νὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ Πορθητῆ καὶ ν᾿ ἀκολουθήσουν τέσσερεις αἰῶνες σκλαβιᾶς, συμφορᾶς καὶ ὀλέθρου. «Ἡ Πόλις ἦτον τὸ σπαθίν, ἡ Πόλις τὸ κοντάριν, ἡ Πόλις ἦτον τὸ κλειδὶν τῆς Ρωμανίας ὅλης. Κι ἐκλείδωνε καὶ σφάλιζεν ὅλην τὴν Ρωμανίαν καὶ ὅλον τὸ Ἀρτζιπέλαγος ἐσφικτοκλειδωνέντο...». Κι ἦταν, ἐπάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἡ Θεοφρούρητη Πόλη, ἡ Πόλη τῆς Παναγίας, μὲ ρίζες βαθύτατα θρησκευτικές. Ὁ Χριστιανισμὸς στάθηκε τὸ ὑπέργειο καὶ ὑπερβατικὸ στήριγμα τῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ φτεροῦγες τῆς θεϊκῆς στοργῆς καὶ προστασίας της.

Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ προσέγγισση στὴν Ἁγια-Σοφιά, πετράδι τοῦ δακτυλιδιοῦ καὶ ἔφραση τοῦ «Νενίκηκά σε, Σολομῶν!» τοῦ Ἰουστινιανοῦ.  Ἕνα μεγαλόπρεπο πανόραμα τῆς «Μεγάλης Ἐκκλησίας», ὅπου διά- χυτο εἶναι παντοῦ τὸ πνεῦμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἁρμονίας, τῆς τελειό- τητας καὶ τοῦ κάλλους. Χτισμένη ἀντίκρυ στὴ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, εἶναι ἕνα ὑπέρτατο Σύμβολο καὶ ἕνα αἰώνιο Μνημεῖο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τὸ ἔστησε ἐκεῖ μιὰ ἰσχυρὴ Αὐτοκρατορία, γιὰ νὰ δοξολογήσει τὸ Θεὸ καὶ τὴ δύναμή της. Ἐδῶ μέσα γεννήθηκε καὶ πέθανε τὸ Βυζάντιο. «Εἶναι τὸ σταυροδόμι –γράφει ὁ Ἰ.Μ. Παναγιωτόπουλος– σὲ δύο ὁδοιπορίες, ἐξ ἴσου ἐπίπονες: Στὴν ὁδοιπορία τοῦ Θεοῦ ποὺ κατεβαίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ὁδοιπορία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποθεώνεται. Λόγος καὶ Νοῦς... Μέσα στὴν ἄκρα της σιωπὴ κοιμοῦνται οἱ φωνὲς ποὺ κυμάτισαν κάποτε σὲ μιὰ θάλασσα χρόνια. Οἱ ὕμνοι. Οἱ ἐπευφημίες. Οἱ ἀλαλαγμοί. Οἱ θρῆνοι. Οἱ στεναγμοί...». Νόμος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ἡ ἀκμὴ καὶ ἡ παρακμή. Ἡ Αὐτοκρατορία ἱδρύθηκε ἀπὸ ἕναν ἔνδοξο Κωνσταντῖνο καὶ χάθηκε μὲ ἕναν τραγικὸ Κωνσταντῖνο. Ἐμεγαλούργησε ἐπὶ δέκα αἰῶνες, γνωρίζοντας ὅλες τὶς τροπὲς τῆς μοίρας: τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο, τὴν ἄνοδο καὶ τὴν ἀκτινοβολία, τὴν κατάπτωση καὶ τὴν ἥττα, τὸ χαλασμὸ καὶ τὴν καταστροφή. Τὸ κλείσιμο τῆς αὐλαίας ἦταν ἀντάξιο τῆς Παραδόσεως. Εἶναι ἡ τραγικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀπ᾿ τὸν Ἴστρο ὣς τὰ φαράγγια τοῦ Σινᾶ καὶ ἀπ᾿ τὸν Ἀδρία ὣς τὸν Καύκασο, ἕνας θρῆνος ἀκούστηκε βαθύς –ὁ βαθύτερος τοῦ Γένους– καὶ ἀσυγκράτητος, φωνὴ ἐν Ραμᾷ, ὅταν ἡ Βασιλεύουσα ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἀλλόφυλων καὶ τῶν ἀλλόπιστων. Ὄλεθρος, συμφορά, σφαγή!... Αἱματηρὴ ἡ λαβωματιά, πικρὸς ὁ πόνος καὶ πνιγμένος ὁ θρῆνος τῶν βυζαντινῶν. Τώρα 559 χρόνια μετὰ τὴν Ἅλωση, ἡ Πόλη, ἑστία ἐθνικοῦ παλμοῦ, κοιτίδα ἐξευγενισμένης ἐθνικῆς φύτρας, στέκεται στὴ συνείδηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκέραιη, ὁλοφώτεινη καὶ ὁδηγητική. Ζεῖ ἡ σπίθα τοῦ Γένους καὶ ἡ ψυχὴ τῆς Φυλῆς, βαδίζει ὁλόρθη, ὑπερήφανη καὶ ἀγέραστη. Ὀφείλουμε ὅλοι μας, αἰώνιοι ἔφηβοι στὴν καρδιὰ καὶ στὸ στοχασμό, 4 νὰ προβληματιζόμαστε συνεχῶς στὴ σημερινὴ πραγματικότητα, χωρὶς νὰ ξεφύγουμε οὔτε στιγμὴ ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα τῶν ἀνατάσεως, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ μοίρα μας στὸν κύκλο τῶν γεγονότων τοῦ κόσμου. Μέσα στὴν ὁμαδικὴ μνήμη καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἔθνους, ζοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἱστορικῆς διάρκειας. Ζεῖ μέσα στὴν καρδιά μας ἕνας ὡραῖος θρύλος, μιὰ ἰδιαίτερη μαγεία, ἕνα γλυκὸ ὄνειρο. Ἡ λησμονιὰ εἶναι τερά- στιο ἐθνικὸ σφάλμα, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μαρασμὸ καὶ στὴν κατάπτωση. Θυμόμαστε ἐκείνη τὴν πεισματική, ὅσο καὶ ἡρωϊκὴ κραυγὴ τοῦ Νι- κηφόρου Βρεττάκου «στὴ Λειτουργία κάτω ἀπ᾿ τὴν Ἀκρόπολη», γεμάτη πόνο, ἀλλὰ καὶ πίστη: «Οὐκ ἑάλω ἡ βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων».

Ὁ ποιητὴς τῆς Ρωμιοσύνης Κωστῆς Παλαμᾶς, μᾶς δίνει μιὰ ὑπέροχη πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἔκφραση: «Καὶ πάντα θὰ ὑπάρχω ἐγώ κι ἀφοῦ ἀπὸ δῶ θὰ λείψω, θὰ εἶμαι ἀπὸ κεῖθε· ἀφεύγατος, τριγυριστής, θὰ ὑπάρχω, μ᾿ ὅποια σημάδια σφραγιστός, μ᾿ ὅποιο ὄνομα κρασμένος, τοῦ κάστρου πορτοφύλακας, πιστὸς τῆς Ρωμιοσύνης, καὶ θ᾿ ἀντιστέκουμε, σπαθί· βουλὴ θὰ κατορθώνω... Μαρμαρωμένος βασιλιὰς καὶ θὰ ξυπνῶ ἀπ᾿ τὸ μνῆμα τὸ μυστικὸ καὶ τὸ ἄβρετο, ποὺ θὰ μὲ κλιεῖ, θὰ βγαίνω καὶ τὴ χτιστὴ χρυσόπορτα ξεχτίζοντας, θὰ τρέχω καὶ καλιφάδων νικητὴς καὶ τσάρων κυνηγάρης, πέρα στὴν Κόκκινη Μηλιά, θὰ παίρνω τὴν ἀνάσα».

Τοῦ Δημητρίου Κ. Κουτσουλέλου Ἐπιτ. Ἐπόπτου Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως

www.inagiounikolaoutouneou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ