Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Ποιος έχει λάθος;

Σχεδόν από τους πρώτους μήνες του πρώτου μνημονίου, και καθ’ όλη την διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, ο ελληνικός λαός, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, έχει παραθέσει δύο φαινομενικά αντικρουόμενες προτιμήσεις...


Με μεγάλη πλειοψηφία θέλει να μείνει στο Ευρώ, και με ακόμα μεγαλύτερη πλειοψηφία τίθεται κατά των μέτρων του μνημονίου. Η ελληνική πολιτική ηγεσία, και της... κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά και της κυβέρνησης Παπαδήμου, ανταποκρίθηκαν σε αυτήν την αντιπαράθεση, προωθώντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο το «χαρμόσυνο» γεγονός ότι οι έλληνες «θέλουν το ευρώ», και αγνοώντας την μεγαλύτερη πλειοψηφία εναντίον των μνημονίων.

Αυτά τα δύο χρόνια, ούτε η πολιτική ηγεσία, αλλά ούτε και τα περίφημα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολύ λιγότερο και οι διάφορες επιχειρήσεις δημοσκόπησης, δεν έδειξαν καμία περιέργεια να εξετάσουν αυτό το παράδοξο αδιέξοδο στο οποίο φαίνεται να θέτουν την πατρίδα τους οι έλληνες ψηφοφόροι. Μόνο μερικοί αναλυτές προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα επικαλούμενοι την πατροπαράδοτη βλακεία που αποδίδεται στο ελληνικό λαό, αλλά και σε άλλους λαούς, συστηματικά, από «μη λαϊκίζοντες» δημοσιογράφους και πολιτικούς.

Αυτό που κανείς δεν προσπάθησε να αναλύσει είναι δύο προσδιοριστικές ερωτήσεις.

1.Τι ευρώ θέλει ο ελληνικός λαός.
2.Ποιες στρατηγικές των μνημονίων δεν θέλουν οι έλληνες.
Σε αυτές τις δύο, έως τώρα αναπάντητες ερωτήσεις, μπορεί κανείς να διακρίνει και να καθορίσει διάφορες επιλογές, και στο ευρώ, αλλά και στα μέτρα των μνημονίων, οι οποίες, σε αντιδιαστολή αναμεταξύ τους, θα μπορούσαν, ίσως, να εξηγήσουν αυτό το φαινομενικό πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο.

Όσον αφορά το ευρώ, υπάρχουν τρείς διαφορετικές, και αναμεταξύ τους, ανεξάρτητες πολιτικές επιλογές, οι οποίες συζητούνται και επιχειρούνται ανά την Ευρώπη, και οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο αντικαθρεπτίζονται, η όχι, στα περιεχόμενα των διαφόρων μνημονίων.
1). Αναδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών θεσμών, έτσι ώστε να γίνουν οι οικονομίες των προβληματικών κρατών του ευρώ, πιο ανταγωνιστικές.
2). Μείωση του κόστους εργασίας, για περισσότερη οικονομική ανταγωνιστικότητα, και μείωση του ύψους κοινωνικής ασφάλισης, χάριν της προσπάθειας να μειωθεί το κρατικό έλλειμμα.
3). Αναπτυξιακές επενδύσεις ώστε να υψωθεί δραματικά η παραγωγικότητα των αδυνάμων οικονομιών, έτσι ώστε να βελτιωθούν και τα ετήσια ελλείμματα, αλλά και τα υπέρογκα δημόσια χρέη. Όχι συμπτωματικά, τα πανύψηλα ποσοστά ανεργίας στις εν λόγω κοινωνίες, θα καλυτέρευαν επίσης σημαντικά.

Στις παραπάνω τρεις επιλογές, η, αν θέλετε, στις παραπάνω τρείς μορφές του ευρώ, η Γερμανική κυβέρνηση, (αυτή και μόνο μετράει, την σήμερον ημέρα, σαν κυριαρχούσα δύναμη στην ευρωζώνη), έχει επιβάλει, από την αρχή της κρίσης, κυρίως την δεύτερη επιλογή, που εστιάζεται στην βάναυση και σχεδόν αστραπιαία και οριζόντια μείωση των μισθών και των συντάξεων, συνδυασμένα, όπως ξέρουμε, και με την δραστική αύξηση της φορολογίας. Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής, τα οποία και είχαν προαναγγείλει πολλοί οικονομικοί αναλυτές, ήταν, και είναι, να προκληθούν υφέσεις, διαφόρων μεγεθών, σε όλα αυτά τα κράτη, συμπεριλαμβανομένων και της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας, κράτη που δεν συμμετέχουν στο «ένοχο» γκρουπ των «γουρουνιών».

Το ότι η ύφεση στην Ελλάδα ήταν πολύ χειρότερη από τα άλλα κράτη διότι, επιπλέον, η κυβέρνηση Παπανδρέου αρνήθηκε να επιβάλει, η καν να προσπαθήσει, τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν απόλυτη ανάγκη και το ελληνικό κράτος και η ελληνική οικονομία, δεν αλλάζει το βασικό γεγονός ότι η βίαιη μείωση του εισοδήματος ενός ολόκληρου λαού, σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας του, είναι μία από τις πιο σίγουρες και αποτελεσματικές συνταγές για το μαγείρεμα μίας σοβαρά εξαντλητικής και εξαρθρωτικής ύφεσης στην οικονομία του εν λόγω κράτους. Σε αυτή την επιλογή, όμως, έριξε όλο της το πολιτικό βάρος η γερμανική ηγεσία.

Κατά δεύτερον λόγο, η γερμανική κυβέρνηση προώθησε την πρώτη επιλογή, η οποία, κατά την γνώμη του γράφοντος, είναι όντως μία επιλογή η οποία είναι αναγκαία όχι μόνο για την οικονομία της Ελλάδας, αλλά και πολλών άλλων κρατών, αρχής γενομένης της γειτόνισσας μας, της Ιταλίας. Αυτή η επιλογή, της σημαντικής αναδιάρθρωσης του κρατισμού και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σε διάφορα κράτη, είναι μεν αναγκαία, αλλά και είναι μία διαδικασία πολλών ετών, ως επί το πλείστον. Η γερμανική ηγεσία διάλεξε να σπρώξει αυτήν την πολύ σημαντική επιλογή της αναδιάρθρωσης των οικονομιών, σε άμεσο συνδυασμό με τα εξουθενωτικά μέτρα λιτότητας που επέβαλε σε όλους τους λαούς.

Αυτός ο συνδυασμός, των δύο πρώτων επιλογών στις επιβεβλημένες αλλαγές στο προσωπείο της Ευρωζώνης, ήταν λίαν ατυχής, και άκρως μυωπική, διότι αναγκάζει τις κοινωνίες αυτών των κρατών, να κάνουν ριζικές, αναγκαίες, ποιοτικές αλλαγές στον τρόπο που δουλεύουν τα κράτη τους και οι οικονομίες τους, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, όπου αυτοί οι λαοί παλεύουν με τις τεράστιες και λίαν δυσάρεστες ποσοτικές αλλαγές, που τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας επιφέρουν. Με αυτό τον τρόπο τα διάφορα οικονομικώς προβληματικά κράτη της Ευρωζώνης, είναι αναγκασμένα να παλέψουν με τα προβλήματα σημαντικών κοινωνικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, σε ένα κλίμα, οικονομικά και κοινωνικά, άκρως αρνητικό και εκβιαστικό. Η συγκυρία αυτών των δύο συνισταμένων, σπρώχνει αργά η γρήγορα τους λαούς μακριά από την Ευρωζώνη και από την μεγαλύτερη ιδέα μίας ενωμένης Ευρώπης.

Αυτή η συνταγή μπορεί να ταιριάζει στην εθνική ψυχοσύνθεση του γερμανικού λαού, ιδίως όταν είναι εθελοντική και εσωτερικά κατευθυνόμενη, όπως και έγινε μετά την ένωση των δύο Γερμανιών, αλλά η ίδια συνταγή, όταν επιβάλλεται σε λαούς με διαφορετικούς εθνικούς χαρακτήρες, και κυρίως όταν επιβάλλεται από εξωτερικές δυνάμεις και υπό εκβιαστικές συνθήκες, μοιάζει πιο πολύ με μία αμαξοστοιχία που κατευθύνεται ολοταχώς προς τον γκρεμό.

Όσον αφορά την τρίτη επιλογή, αυτήν της συντονισμένης αναπτυξιακής επενδυτικής προσπάθειας, του περίφημου «σχεδίου Μάρσαλ», αυτή η επιλογή δεν έχει λάβει καμία ακόμα σοβαρή υπόσταση, υπό την άμεση απαγόρευση της γερμανικής ηγεσίας. Μεγάλη η μικρή συζήτηση γίνεται, ανά τας Ευρώπας, με διάφορες ισχνές υποσχέσεις, αλλά πραγματικό φώς δεν φαίνεται, διότι η Γερμανία αρνείται να μοιραστεί με τους εταίρους της του ευρώ, τα πλούτη που αποκόμισε από τα πρώτα δέκα χρόνια του κοινού νομίσματος. Αυτούς τους ίδιους τους λαούς, οι οποίοι με τις καταναλωτικές τους επιδόσεις της τελευταίας δεκαετίας, κατέστησαν την Γερμανία την μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη του πλανήτη. Διότι, δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε, ιδιαίτερα η ίδια η Γερμανία, ότι το καταναλωτικό προϊόν ‘εχει απόλυτη ανάγκη ενός καταναλωτή, για να μην μετατραπεί, εν κατακλείδι, σε ένα άχρηστο σκουπίδι.

Και το συνεχώς προβαλλόμενο δικαιολογητικό ότι η αναπτυξιακή, επενδυτική βοήθεια, από τον σκληρό πυρήνα, χρειάζεται να επέλθει μετά την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις οικονομίες των αδυνάμων κρατών, είναι απλώς ένα λίαν υποκριτικό πρόσχημα. Στην Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, της οποίας η οικονομία μάλλον κρατάει τα ευρωπαϊκά πρωτεία σε δυσλειτουργία, πολυάριθμες τεράστιες πολυεθνικές εταιρίες, ιδίως γερμανικές, κάνουν χρυσές δουλειές, εδώ και δεκαετίες, παρόλο που υποτίθεται ότι ο ελληνικός κρατισμός αποτελεί τεράστια τροχοπέδη.

Έτσι βλέπουμε ότι η προτίμηση του Ελληνικού λαού να παραμείνει στο ευρώ, μπορεί να εξαρτάται από το τι μορφή έχει η κοινωνία του ευρώ, και από τι εμπειρία έχει ο έλληνας ψηφοφόρος, μέσα σε αυτήν την κοινωνία. Και φτάνουμε στην δεύτερη ερώτηση, που έχει μείνει ανεξήγητη από τις ελληνικές δημοσκοπήσεις. Γιατί δεν θέλει το μνημόνιο ο ελληνικός λαός;

Στα δύο χρόνια από το πρώτο μνημόνιο, η ελληνική κοινωνία έχει γνωρίσει την κοινωνία του ευρώ, κυρίως μέσα από τα αυστηρά, πολλοί λένε, εξαρθρωτικά μέτρα λιτότητας που επέβαλε το πρώτο μνημόνιο, και κατά δεύτερον λόγο, από το ξήλωμα των εργατικών συμβάσεων, που σκοπό επίσης έχουν, την μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή την μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Καθότι πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις έχουν πραγματοποιηθεί στον κρατικό μηχανισμό, και στον τρόπο που δουλεύει η οικονομία, καμία δημοσκόπηση δεν προσπάθησε ποτέ να ρωτήσει τους έλληνες, εάν η Ελλάδα χρειάζεται αναδιάρθρωση, και τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειάζεται ο τόπος.

Παραδείγματος χάριν, κανείς δεν ρώτησε ποτέ τα πέντε εκατομμύρια ελλήνων εργάσιμης ηλικίας, εάν συμφωνούν με το γεγονός ότι το ένα εκατομμύριο από αυτούς, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, δικαιούνται την συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα των θέσεων τους, εφόρου ζωής.
Και έτσι βλέπουμε ένα φρεσκότατο πολιτικό κίνημα, που μόλις έχει βγει από το αυγό, τρόπος του λέγειν, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, να έχει μαζέψει εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, την ώρα που τα δύο κόμματα του μνημονίου, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, να πέφτουν στην λαϊκή προτίμηση. Εάν έφερε το κίνημα του κ. Καμμένου, κάτι καινούργιο και πολύτιμο στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, (και ο γράφων θέλει να ελπίζει, και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό), είναι η πιο καθαρή διάκριση ανάμεσα σε διάφορες μορφές της κοινωνίας του ευρώ. Το κίνημα των ανεξαρτήτων, πρεσβεύει, ίσως με πιο ξεκάθαρη φωνή, από όλα τα άλλα ελληνικά κόμματα, την διαφοροποίηση μεταξύ ενός ευρώ που φαίνεται μάλλον άδικο και καταστροφικό για την Ελλάδα, (κατά την γνώμη του κινήματος), και ενός ευρώ, που πιο πιστά και αποτελεσματικά, διατίθεται να βοηθήσει τους εταίρους που χρειάζονται βοήθεια. Και έτσι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, μπόρεσαν και έδωσαν φωνή, και αντιπροσώπευση σε ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού, που δεν μπορούσε, ίσως ως τώρα, να εκφραστεί τόσο καθαρά με τις παλαιότερες πολιτικές καταστάσεις.
Ντ.Κουτσολιούτσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ