ΤΙ ΠΕΤΥΧΕ Η ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ;
Του Θωμά Κιούση*
Η έξοδος στις αγορές έστω και συμβολική, ήταν ένα θετικό βήμα που ήταν απαραίτητο να γίνει, τώρα ή λίγο αργότερα δεν έχει σημασία, αλλά πάντως απαραίτητο να γίνει, αν θέλουμε να βγούμε από τα μνημόνια σε ένα χρόνο από τώρα.
Είναι η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που η χώρα αποφάσισε να βγει από την εθνική της μιζέρια, να ανοιχτεί στο κόσμο, να ανοίξει ένα παράθυρο να μπει λίγο φως και να επιχειρήσει να απεμπλακεί από την αυτοκαταστροφική εσωστρέφεια.
Θα λέγαμε ότι είναι και το σπουδαιότερο στοιχείο του εγχειρήματος, σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της έκδοσης, παρόλο που το ένα συνδέεται άρρηκτα με το άλλο.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για έξοδο, αλλά για … δοκιμή που κατά το ήμισυ ανανεώνει ένα παλαιότερο ομόλογο, είναι πολύ μικρή σε σχέση με το χρέος της χώρας, με «προσυμφωνημένους» σε σημαντικό βαθμό ενδιαφερόμενους και που τέσταρε τις διαθέσεις των επενδυτών να μας δανείσουν εκ νέου.
Στην καθημερινότητά μας βέβαια δε θα υπάρξει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα. Δε θα βελτιωθεί η ζωή μας από αυτό.
Αποτέλεσε απλά μια ένδειξη κατά πόσο αποκαθίσταται το κλίμα εμπιστοσύνης που αφού πρώτα το καταστρέψαμε, προσπαθούμε τώρα να το ξαναφτιάξουμε από την αρχή με το λογαριασμό εξαιτίας αυτού να ανέρχεται σε δεκάδες δις.
Η πρώτη αυτή απόπειρα επιβεβαιώνει ότι το χτίσιμο της εμπιστοσύνης είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Το επιτόκιο δεν ήταν τόσο καλό (4,375% και απόδοση 4,625%) και η ζήτηση περιορισμένη (200 επενδυτές έναντι 600 το 2014 και οι προσφορές ανήλθαν στα 6,5 δις έναντι 20 δις τρία χρόνια πριν). Σε αυτά τα επίπεδα δανείζονται χώρες όπως η Αργεντινή και οι Φιλιππίνες.
Την ίδια στιγμή η Ρουμανία και η Ουγγαρία είναι περίπου στο μισό και στην Πορτογαλία που είναι (ήταν) στα ίδια «κυβικά» μαζί μας, το αντίστοιχο ομόλογο είναι μόλις στο 1,3%. Στα επίπεδα της Πορτογαλίας θα ήταν περίπου και το δικό μας αν δεν είχαν μεσολαβήσει όσα έγιναν και είχαμε βγει από τα μνημόνια. Από αυτήν τη διαφορά η επιβάρυνση για τα 3 δις που αντλήσαμε είναι περίπου 90 εκατ. ευρώ το χρόνο και 450 εκατ. ευρώ για τα πέντε χρόνια της διάρκειας του ομολόγου, που γίνεται ακόμα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη κάποια τεχνικά στοιχεία της έκδοσης (η διάθεση έγινε «υπέρ το άρτιο»). Ποσά τα οποία βέβαια επιβαρύνονται (ποιοι άλλοι;) οι φορολογούμενοι.
Ο χρόνος όμως δε γυρίζει πίσω και ότι έγινε μια πρώτη απόπειρα είναι θετικό γεγονός.
Από οικονομικής άποψης, χωρίς να θεωρηθεί βιώσιμο το χρέος και να αρθούν τα capital controls, ουσιαστική επιστροφή στις αγορές δεν μπορεί να γίνει. Πρέπει όμως να γίνουν παρόμοιες απόπειρες, γιατί ούτε οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι φαίνονται διατεθειμένοι να βάλουν και πάλι το χέρι στην τσέπη με ένα νέο μνημόνιο. Σε αυτήν την περίπτωση θα είναι μνημόνιο χωρίς χρήματα…
Οφείλουμε συνεπώς να χτίσουμε την εμπιστοσύνη. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους έξω. Είναι το ίδιο κρίσιμη η στάση των ελλήνων πολιτών απέναντι στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα εν γένει, όπου τα σχετικά ποσοστά εμπιστοσύνης βρίσκονται στα τάρταρα.
Η πολιτική εξουσία έχει πολύ δουλειά να κάνει. Από το αν θα τα καταφέρει, θα εξαρτηθεί και η πραγματική ανάπτυξη. Οφείλει πέραν των άλλων, να σιγήσει τα τύμπανα του πολέμου, να πάρει από το χέρι όλα τα «παιδιά»- πολίτες αυτού του τόπου και να λειτουργήσει ενωτικά. Οι διχαστικές πρακτικές και το μοίρασμα της κοινωνίας σε καλούς και κακούς που θυμίζουν πρακτικές του γείτονα – σουλτάνου απέναντι, δεν πρόκειται να μας βγάλουν από την κρίση.
Είναι θετικό ότι μέχρι τώρα τουλάχιστον, το κλίμα μετά το άνοιγμα στις αγορές εμφανίζεται πιο συγκρατημένο, χωρίς θριαμβευτικά «εμβατήρια» από ανύπαρκτες νίκες, αδικαιολόγητους πανηγυρισμούς και πομφόλυγες άνευ ουσίας. Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα αλλάξει αφού ο στόχος είναι κοινός, εθνικός και όχι κομματικός.
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων.
Του Θωμά Κιούση*
Η έξοδος στις αγορές έστω και συμβολική, ήταν ένα θετικό βήμα που ήταν απαραίτητο να γίνει, τώρα ή λίγο αργότερα δεν έχει σημασία, αλλά πάντως απαραίτητο να γίνει, αν θέλουμε να βγούμε από τα μνημόνια σε ένα χρόνο από τώρα.
Είναι η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που η χώρα αποφάσισε να βγει από την εθνική της μιζέρια, να ανοιχτεί στο κόσμο, να ανοίξει ένα παράθυρο να μπει λίγο φως και να επιχειρήσει να απεμπλακεί από την αυτοκαταστροφική εσωστρέφεια.
Θα λέγαμε ότι είναι και το σπουδαιότερο στοιχείο του εγχειρήματος, σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της έκδοσης, παρόλο που το ένα συνδέεται άρρηκτα με το άλλο.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για έξοδο, αλλά για … δοκιμή που κατά το ήμισυ ανανεώνει ένα παλαιότερο ομόλογο, είναι πολύ μικρή σε σχέση με το χρέος της χώρας, με «προσυμφωνημένους» σε σημαντικό βαθμό ενδιαφερόμενους και που τέσταρε τις διαθέσεις των επενδυτών να μας δανείσουν εκ νέου.
Στην καθημερινότητά μας βέβαια δε θα υπάρξει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα. Δε θα βελτιωθεί η ζωή μας από αυτό.
Αποτέλεσε απλά μια ένδειξη κατά πόσο αποκαθίσταται το κλίμα εμπιστοσύνης που αφού πρώτα το καταστρέψαμε, προσπαθούμε τώρα να το ξαναφτιάξουμε από την αρχή με το λογαριασμό εξαιτίας αυτού να ανέρχεται σε δεκάδες δις.
Η πρώτη αυτή απόπειρα επιβεβαιώνει ότι το χτίσιμο της εμπιστοσύνης είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Το επιτόκιο δεν ήταν τόσο καλό (4,375% και απόδοση 4,625%) και η ζήτηση περιορισμένη (200 επενδυτές έναντι 600 το 2014 και οι προσφορές ανήλθαν στα 6,5 δις έναντι 20 δις τρία χρόνια πριν). Σε αυτά τα επίπεδα δανείζονται χώρες όπως η Αργεντινή και οι Φιλιππίνες.
Την ίδια στιγμή η Ρουμανία και η Ουγγαρία είναι περίπου στο μισό και στην Πορτογαλία που είναι (ήταν) στα ίδια «κυβικά» μαζί μας, το αντίστοιχο ομόλογο είναι μόλις στο 1,3%. Στα επίπεδα της Πορτογαλίας θα ήταν περίπου και το δικό μας αν δεν είχαν μεσολαβήσει όσα έγιναν και είχαμε βγει από τα μνημόνια. Από αυτήν τη διαφορά η επιβάρυνση για τα 3 δις που αντλήσαμε είναι περίπου 90 εκατ. ευρώ το χρόνο και 450 εκατ. ευρώ για τα πέντε χρόνια της διάρκειας του ομολόγου, που γίνεται ακόμα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη κάποια τεχνικά στοιχεία της έκδοσης (η διάθεση έγινε «υπέρ το άρτιο»). Ποσά τα οποία βέβαια επιβαρύνονται (ποιοι άλλοι;) οι φορολογούμενοι.
Ο χρόνος όμως δε γυρίζει πίσω και ότι έγινε μια πρώτη απόπειρα είναι θετικό γεγονός.
Από οικονομικής άποψης, χωρίς να θεωρηθεί βιώσιμο το χρέος και να αρθούν τα capital controls, ουσιαστική επιστροφή στις αγορές δεν μπορεί να γίνει. Πρέπει όμως να γίνουν παρόμοιες απόπειρες, γιατί ούτε οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι φαίνονται διατεθειμένοι να βάλουν και πάλι το χέρι στην τσέπη με ένα νέο μνημόνιο. Σε αυτήν την περίπτωση θα είναι μνημόνιο χωρίς χρήματα…
Οφείλουμε συνεπώς να χτίσουμε την εμπιστοσύνη. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους έξω. Είναι το ίδιο κρίσιμη η στάση των ελλήνων πολιτών απέναντι στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα εν γένει, όπου τα σχετικά ποσοστά εμπιστοσύνης βρίσκονται στα τάρταρα.
Η πολιτική εξουσία έχει πολύ δουλειά να κάνει. Από το αν θα τα καταφέρει, θα εξαρτηθεί και η πραγματική ανάπτυξη. Οφείλει πέραν των άλλων, να σιγήσει τα τύμπανα του πολέμου, να πάρει από το χέρι όλα τα «παιδιά»- πολίτες αυτού του τόπου και να λειτουργήσει ενωτικά. Οι διχαστικές πρακτικές και το μοίρασμα της κοινωνίας σε καλούς και κακούς που θυμίζουν πρακτικές του γείτονα – σουλτάνου απέναντι, δεν πρόκειται να μας βγάλουν από την κρίση.
Είναι θετικό ότι μέχρι τώρα τουλάχιστον, το κλίμα μετά το άνοιγμα στις αγορές εμφανίζεται πιο συγκρατημένο, χωρίς θριαμβευτικά «εμβατήρια» από ανύπαρκτες νίκες, αδικαιολόγητους πανηγυρισμούς και πομφόλυγες άνευ ουσίας. Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα αλλάξει αφού ο στόχος είναι κοινός, εθνικός και όχι κομματικός.
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου